- καταγηράσκουσιν
- καταγηράσκωgrow oldpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)καταγηράσκωgrow oldpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταγηράσκω — και καταγηρῶ, άω (Α) γερνάω πολύ, γίνομαι πολύ γέρος («αἶψα... ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek